ἀλθήεις

ἀλθήεις
ἀλθήεις
healing
masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • αλθήεις — ἀλθήεις, εσσα, εν (Α) [ἀλθαίνω] αυτός που γιατρεύει, θεραπευτικός, ιαματικός …   Dictionary of Greek

  • ἀλθήεντα — ἀλθήεις healing neut nom/voc/acc pl ἀλθήεις healing masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλθήεντος — ἀλθήεις healing masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλθήεντ' — ἀλθήεντα , ἀλθήεις healing neut nom/voc/acc pl ἀλθήεντα , ἀλθήεις healing masc acc sg ἀλθήεντι , ἀλθήεις healing masc/neut dat sg ἀλθήεντε , ἀλθήεις healing masc/neut nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αλθαίνω — ἀλθαίνω (Α) θεραπεύω, γιατρεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. Ρηματικός τ.. που απαντά και ως ἀλθήσκω, ἀλθίσκω. Οι αρχαιότεροι τ. τού ρήματος ἀλθαίνω απαντούν συνήθως σε μέση φωνή και χρόνο αόριστο (ἀλθόμην) ή μέλλοντα (ἀλθήσομαι). Ο τ. ἀλθέξομαι τού μέλλοντα πρέπει… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”